- αυτοεξυπηρέτηση
- [-ις (-εως)] η самообслуживание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτοεξυπηρέτηση — η 1. μέθοδος κατά την οποία ο πελάτης εξυπηρετείται μόνος του σε ψώνια ή σερβίρισμα χωρίς να μεσολαβούν υπάλληλοι του καταστήματος 2. η ικανότητα του ατόμου να αυτοεξυπηρετείται στις άμεσες βιολογικές και βιοτικές του ανάγκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο* … Dictionary of Greek
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek
εισόδημα — Ροή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ένα πρόσωπο ή οικονομική μονάδα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Συνήθως αποτελεί την απόδοση ή την ανταμοιβή ενός συντελεστή παραγωγής, όπως είναι ο μισθός για την εργασία, ο τόκος για το κεφάλαιο, το… … Dictionary of Greek
σελφ-σέρβις — το, Ν άκλ. 1. αυτοεξυπηρέτηση 2. χαρακτηρισμός καταστήματος στο οποίο οι πελάτες εξυπηρετούνται μόνοι τους, χωρίς την μεσολάβηση πωλητή ή άλλου υπαλλήλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. self service] … Dictionary of Greek
σελφ σέρβις — το (λ. αγγλ.), αυτοεξυπηρέτηση σε κατάστημα ή εστιατόριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)